- λυγώδης
- λῠγώδης, ες, ([etym.] λύγος)A like a willow,
ῥάβδοι Dsc.4.80
;φυτά Eust.834.32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥάβδοι Dsc.4.80
;φυτά Eust.834.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυγώδης — λυγώδης, ῶδες (AM) [λύγος] αυτός που μοιάζει με λυγαριά μσν. κατασκευασμένος από λυγαριά … Dictionary of Greek
λυγώδη — λυγώδης like a willow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λυγώδης like a willow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λυγώδης like a willow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγῶδες — λυγώδης like a willow masc/fem voc sg λυγώδης like a willow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγώδεις — λυγώδης like a willow masc/fem acc pl λυγώδης like a willow masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγώδους — λυγώδης like a willow masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek